πεολειξία

πεολειξία
η
η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας για την διέγερση τού πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + -λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιο-λειξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπούκι — το, Ν 1. είδος πίπας 2. ναυτ. επιστήλιο 3. μτφ. πεολειξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cubuk] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”