- πεολειξία
- ηη χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας για την διέγερση τού πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + -λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιο-λειξία].
Dictionary of Greek. 2013.